Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

τρυπώ με το

  • 1 τρυπώ

    τρυπάω 1. μετ.
    1) прокалывать; продырявливать; проделывать отверстие; 2) рвать, пронашивать (одежду, обувь); 3) лишать девственности; 2. αμετ. 1) прокалываться; продырявливаться; 2) рваться, пронашиваться (об одежде, обуви)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τρυπώ

  • 2 τρυπώ

    [трипо] ρ (μτβ) проделывать отверстие, продырявливать, протыкать, протыкать.

    Эллино-русский словарь > τρυπώ

  • 3 αναγκαιος

        I
        3 и 2
        1) повелительный, властный
        

    (μῦθος Hom.)

        χρειοῖ ἀναγκαίῃ Hom. — в силу настоятельной необходимости;
        πειθὼ ἀναγκαία Plat.неотразимый (убедительиый) довод

        2) неизбежный, неотвратимый, неминуемый
        

    (λόγοι ἀτερπεῖς, ἀλλ΄ ἀναγκαῖοι Eur.; τύχη Soph., Eur.; θάνατος Xen.)

        3) необходимый, нужный
        

    (τροφή, μαθήματα Plat.)

        αἱ οὐκ ἀναγκαῖαι πόσεις Xen. — излишние напитки;
        τέν ὁδὸν ἀναγκαιοτάτην τρέπεσθαι Plat. — пойти по пути, которого никак не миновать;
        τὸ ἀναγκαιότατον ὕψος Thuc. — совершенно необходимая, т.е. минимально достаточная (для обороны) высота;
        ἥ πὀλις ἀναγκαιοτάτη Plat.минимальный по своим размерам город

        4) вынужденный
        5) подневольный, рабский
        

    (πολεμισταί Hom.)

        ἦμαρ ἀναγκαῖον Hom.день порабощения

        6) родственный, родной
        

    (μήτηρ Plat.; συγγενεῖς καὴ ἀναγκαῖοι Dem.)

        II
        ὅ преимущ. pl. родственник Xen., Dem.

    Древнегреческо-русский словарь > αναγκαιος

  • 4 έμβολο(ν)

    τό
    1) поршень; 2) мед. тромб; 3) воен, прибойник, досылатель; шомпол; 4) таран (судна);

    τρυπώ με το έμβολο(ν) — таранить;

    5) стр. контрфорс;
    6) обрывистый выступ горы; 7) клин; зуб, зубец; 8) мор. прядь, стрендь (каната, верёвки и т. п.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έμβολο(ν)

  • 5 έμβολο(ν)

    τό
    1) поршень; 2) мед. тромб; 3) воен, прибойник, досылатель; шомпол; 4) таран (судна);

    τρυπώ με το έμβολο(ν) — таранить;

    5) стр. контрфорс;
    6) обрывистый выступ горы; 7) клин; зуб, зубец; 8) мор. прядь, стрендь (каната, верёвки и т. п.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έμβολο(ν)

См. также в других словарях:

  • τρυπώ — τρυπῶ, άω, ΝΜΑ 1. ανοίγω οπή σε κάτι 2. κεντώ με αιχμηρό όργανο 3. μτφ. (για αίσθημα πόνου) διαπερνώ νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) είμαι μυτερός, μπορώ να τσιμπήσω ή να προκαλέσω πληγή («τα αγκάθια τρυπάνε, αν δεν προσέξεις») β) (για πράγμ. και κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • τρυπώ — και τρυπάω τρύπησα, τρυπήθηκα, τρυπημένος 1. μτβ., ανοίγω τρύπα, διατρυπώ. 2. κεντώ, πληγώνω με κάτι μυτερό: Η καρφίτσα μου τρύπησε το χέρι. 3. διακορεύω. 4. αμτβ., είμαι αιχμηρός, μπορώ να τρυπήσω: Πρόσεχε τη βελόνα, τρυπάει. 5. είμαι τρυπημένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρυπώ — τρυπάω / τρυπώ, τρύπησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τρυπῶ — τρῡπῶ , τρυπάω bore pres imperat mp 2nd sg τρῡπῶ , τρυπάω bore pres subj act 1st sg (attic epic ionic) τρῡπῶ , τρυπάω bore pres ind act 1st sg (attic epic ionic) τρῡπῶ , τρυπάω bore pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) τρῡπῶ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυπῷ — τρῡπῷ , τρυπάω bore pres opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογχίζω — τρυπώ με τη λόγχη, λογχεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Σ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • πείρω — Α 1. (κυρίως σχετικά με κρέας που ετοιμάζεται για ψήσιμο) τρυπώ κάτι από τη μια ώς την άλλη άκρη, τρυπώ πέρα πέρα, διατρυπώ («κρέατ ὤπτων, ἄλλα τ ἔπειρον», Ομ. Οδ.) 2. περνώ κρέατα στη σούβλα, σουβλίζω 3. φρ. α) «πείρω τινὰ διά τίνος» τρυπώ διά… …   Dictionary of Greek

  • φάρος — Κατασκευή γενικά σε σχήμα πύργου, τοποθετημένη σε εμφανή σημεία της ακτής ή πάνω σε βράχους, ακόμα και σε σημαντική απόσταση από τη στεριά, στην κορυφή της οποίας υπάρχει φωτιστική πηγή με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ορατή από όλα τα σημεία του… …   Dictionary of Greek

  • κατανύσσ — και κατανύγω (AM κατανύσσω) 1. διεγείρω σε κάποιον μύχια συναισθήματα ευσέβειας, φέρω κάποιον σε κατάσταση κατάνυξης («ἀκούσαντες δὲ κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ», ΚΔ) 2. συγκινώ κάποιον υπερβολικά («ὡς δὲ ἤκουσαν, κατενύγησαν οἱ ἄνδρες καὶ λυπηρὸν ἦν… …   Dictionary of Greek

  • τρύω — Α (εύχρηστοι τ. ο παθ. παρακμ. τέτρυμαι και η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. τετρυμένος) βασανίζω, ταλαιπωρώ («ἀεὶ δὲ τοῡ παρόντος ἀχθηδὼν κακοῡ τρύσει σ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τρύω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *teru / *tru , η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη …   Dictionary of Greek

  • κατατρυπώ — (AM κατατρυπῶ, άω) (επιτ. τ. τού τρυπώ) (μτβ.) τρυπώ πολύ, διατρυπώ νεοελλ. (αμτβ.) γεμίζω τρύπες, κατατρυπιέμαι («το φόρεμά της κατατρύπησε») …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»